Happy ending λοιπόν. Κάτι τόσο κλισέ και κοινότυπο για ρομαντικές ιστορίες και παραμύθια. Μπορεί να το επιθυμείς, αλλά παραμένει κλισέ. Προσωπικά, ποτέ δεν μου άρεσε να τελειώνει έτσι κάποια ταινία. Με ένα χτύπημα των δαχτύλων όλα να λυθούν και τελικά ο πρωταγωνιστής και η πρωταγωνίστρια να καταλήξουν μαζί.
Όχι.
Όμως αυτό παραμένει μια ιστορία που έχει φτιάξει κάποιος αθεράπευτα ρομαντικός άνθρωπος.
Αυτό που συμβαίνει τώρα όμως, δεν είναι μια απλή ιστοριούλα. Είναι αλήθεια, είναι η ζωή. Η ζωή που μέσα της μπορείς να βρεις όμορφες στιγμές όμως το τέλος δεν μπορεί κανείς να σου εγγυηθεί πως θα είναι χαρούμενο και ευτυχισμένο και θα τρέχεις σε ένα καταπράσινο λιβάδι καθώς η κάμερα μεγαλώνει το πλάνο.
Κάποιοι πρέπει να καταλάβουν πως δεν είναι έτσι τα πράγματα εδώ στην ζωή. Να βγουν από την γυάλα τους και να καταλάβουν τι πραγματικά συμβαίνει. Και μέσα σε ''αυτούς'' βάζω και τον εαυτό μου που πολλές φορές μέσα στην καθημερινότητα, φτιάχνει ιστορίες στο μυαλό του. Ιστορίες που απλά δεν συμβαίνουν ποτέ, όσο κι αν το λαχταράει η ψυχή μας. Ποτέ ρε γαμώτο. ΠΟΤΕ.
Έτσι έρχεται αυτή η στιγμή που απλά κουράζεσαι. Κουράζεσαι να προσπαθείς να κάνεις την ζωή σου μια ταινία, κουράζεσαι να δημιουργείς ξεπερασμένα ρομάντζα στο μυαλό σου, κουράζεσαι από τους ανθρώπους.
Έχω κουραστεί από τους ανθρώπους. Στέκεται μπροστά μου. Με κοιτάει και χαμογελάει. Μου μιλάει τόσο γλυκά, λέει λόγια υπέροχα, βγαλμένα από παλιά που υπήρχε αγάπη. Και εγώ τι κάνω; Της λέω πως δεν θέλουμε τα ίδια πράγματα, πώς δεν είμαι το καλό της. Το πιστεύω ότι δεν είμαι το καλό της. Μου λέει πως αυτή ξέρει ποιο είναι το καλό της και αυτό είναι δίπλα μου. ''Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;'' με ρωτάει ξανά και ξανά. Δεν έχω απάντηση και ξεφεύγω με ένα ''Απλά...έτσι είμαι''. Συνεχίζουμε να μιλάμε και να κοιταζόμαστε στα μάτια για ώρες. Δεν καταλήγουμε πουθενά. Εγώ φταίω, και το ξέρω. Το μετανιώνω ήδη. Βρίζω τον εαυτό μου για το τρόπο που της φέρθηκε.''Πιστεύεις στην μοίρα;'' την ρωτάω.''Όχι.'' μου απαντάει. Εγώ όμως πιστεύω, και πιστεύω πως εάν κάτι είναι γραφτό να γίνει, θα γίνει, σκέφτομαι.
Γιατί της το κάνω αυτό; Γιατί δεν της χαμογελάω, γιατί δεν της ζητάω να είμαστε κάτι παραπάνω από φίλοι; Με κοιτάζει έντονα καθώς φαίνεται πως δεν μπορεί να με καταλάβει.
''Αξίζεις πολλά'' μου λέει καθώς αγκαλιαζόμαστε.''Εσύ όμως αξίζεις περισσότερα'' ανταπαντάω. Γιατί δεν αρπάζω την ευκαιρία;
Γιατί ποτέ μου δεν ζω;
Γιατί σκέφτομαι υπερβολικά τα πάντα;
Η βραδιά κλείνει κατά την 1 το βράδυ όταν την αποχαιρετώ με μια θλίψη, ανεξήγητη. Δεν είναι ''μία ακόμη''. Δεν μπορεί όμως να το καταλάβει.
Την αγκαλιάζω και χαμογελάω νοερά, όπως και εκείνη. Πόσο πλατωνικό μπορεί να ακούγεται; Ίσως και να είναι.
Αυτό που ξέρω, όμως, εγώ είναι ότι ήταν αληθινό. Από όλες τι απόψεις. Δεν είπαμε τα λόγια που είπαμε αποβλέποντας κάπου, σε κάτι που θα μας ωφελούσε.
Δεν καταλήγω κάπου συγκεκριμένα, εκτός από ένα συμπέρασμα:
Ίσως να μην είμαι φτιαγμένος για ένα happy ending.
Όχι.
Όμως αυτό παραμένει μια ιστορία που έχει φτιάξει κάποιος αθεράπευτα ρομαντικός άνθρωπος.
Αυτό που συμβαίνει τώρα όμως, δεν είναι μια απλή ιστοριούλα. Είναι αλήθεια, είναι η ζωή. Η ζωή που μέσα της μπορείς να βρεις όμορφες στιγμές όμως το τέλος δεν μπορεί κανείς να σου εγγυηθεί πως θα είναι χαρούμενο και ευτυχισμένο και θα τρέχεις σε ένα καταπράσινο λιβάδι καθώς η κάμερα μεγαλώνει το πλάνο.
Κάποιοι πρέπει να καταλάβουν πως δεν είναι έτσι τα πράγματα εδώ στην ζωή. Να βγουν από την γυάλα τους και να καταλάβουν τι πραγματικά συμβαίνει. Και μέσα σε ''αυτούς'' βάζω και τον εαυτό μου που πολλές φορές μέσα στην καθημερινότητα, φτιάχνει ιστορίες στο μυαλό του. Ιστορίες που απλά δεν συμβαίνουν ποτέ, όσο κι αν το λαχταράει η ψυχή μας. Ποτέ ρε γαμώτο. ΠΟΤΕ.
Έτσι έρχεται αυτή η στιγμή που απλά κουράζεσαι. Κουράζεσαι να προσπαθείς να κάνεις την ζωή σου μια ταινία, κουράζεσαι να δημιουργείς ξεπερασμένα ρομάντζα στο μυαλό σου, κουράζεσαι από τους ανθρώπους.
Έχω κουραστεί από τους ανθρώπους. Στέκεται μπροστά μου. Με κοιτάει και χαμογελάει. Μου μιλάει τόσο γλυκά, λέει λόγια υπέροχα, βγαλμένα από παλιά που υπήρχε αγάπη. Και εγώ τι κάνω; Της λέω πως δεν θέλουμε τα ίδια πράγματα, πώς δεν είμαι το καλό της. Το πιστεύω ότι δεν είμαι το καλό της. Μου λέει πως αυτή ξέρει ποιο είναι το καλό της και αυτό είναι δίπλα μου. ''Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;'' με ρωτάει ξανά και ξανά. Δεν έχω απάντηση και ξεφεύγω με ένα ''Απλά...έτσι είμαι''. Συνεχίζουμε να μιλάμε και να κοιταζόμαστε στα μάτια για ώρες. Δεν καταλήγουμε πουθενά. Εγώ φταίω, και το ξέρω. Το μετανιώνω ήδη. Βρίζω τον εαυτό μου για το τρόπο που της φέρθηκε.''Πιστεύεις στην μοίρα;'' την ρωτάω.''Όχι.'' μου απαντάει. Εγώ όμως πιστεύω, και πιστεύω πως εάν κάτι είναι γραφτό να γίνει, θα γίνει, σκέφτομαι.
Γιατί της το κάνω αυτό; Γιατί δεν της χαμογελάω, γιατί δεν της ζητάω να είμαστε κάτι παραπάνω από φίλοι; Με κοιτάζει έντονα καθώς φαίνεται πως δεν μπορεί να με καταλάβει.
''Αξίζεις πολλά'' μου λέει καθώς αγκαλιαζόμαστε.''Εσύ όμως αξίζεις περισσότερα'' ανταπαντάω. Γιατί δεν αρπάζω την ευκαιρία;
Γιατί ποτέ μου δεν ζω;
Γιατί σκέφτομαι υπερβολικά τα πάντα;
Η βραδιά κλείνει κατά την 1 το βράδυ όταν την αποχαιρετώ με μια θλίψη, ανεξήγητη. Δεν είναι ''μία ακόμη''. Δεν μπορεί όμως να το καταλάβει.
Την αγκαλιάζω και χαμογελάω νοερά, όπως και εκείνη. Πόσο πλατωνικό μπορεί να ακούγεται; Ίσως και να είναι.
Αυτό που ξέρω, όμως, εγώ είναι ότι ήταν αληθινό. Από όλες τι απόψεις. Δεν είπαμε τα λόγια που είπαμε αποβλέποντας κάπου, σε κάτι που θα μας ωφελούσε.
Δεν καταλήγω κάπου συγκεκριμένα, εκτός από ένα συμπέρασμα:
Ίσως να μην είμαι φτιαγμένος για ένα happy ending.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου