Τρίτη, Ιουλίου 26

πυξίδα

Ο παλιόφιλος που με καλησπερίζει κάθεται απέναντι και μου γνέφει με έναν ύποπτο τρόπο σαν να μην ήθελε και πολύ να με πετύχει απόψε, αλλά να, είναι κι αυτές οι καταραμένες κοινωνικές συμβάσεις και- για όνομα του θεού- δεν μπορούμε να τα πετάξουμε και όλα στον κάδο απορριμάτων. Έτσι δεν είναι;

Δεν είμαι και τόσο σίγουρος τελευταία- αν είναι να μιλήσουμε ειλικρινά δηλαδή, και όχι να κρυφτούμε πίσω από το φρεσκομανικιουρισμένο μεν, χοντρόπετσο δε δάχτυλό μας.

Τα ενδιαφέροντά μου μοιάζουν να αλλάζουν και να εξελίσσονται, ή ίσως να είμαι εγώ αυτός που παίρνει στροφές γρηγορότερα από την ίδια την Γη. Καμιά φορά προσπαθώ να κερδίσω χρόνο- σε οποιαδήποτε μορφή του- και βρίσκομαι να κάνω σβούρες στο στενόκωλο υπονοδωμάτιό μου, ελπίζοντας σε ένα αύριο που θα έρθει πιο γρήγορα- ή πιο αργά, εξαρτάται.

Είναι εκείνες οι στιγμές που πιστεύω ότι "ναι, θα μπορέσω" ή "ναι, θα τα καταφέρω". Ή το άλλο το τσιτάτο "είμαι πιο δυνατός από όσο νομίζω". Έχω πάψει να πιστεύω στα περισσότερα πλέον. Ή και σε όλα. 

"Έχω καιρό να σε συναντήσω" του λέω. Με κοιτάζει με ένα βλέμμα παγωμένο ή ψυχρό ή άσκημο. Ή όλα μαζί. "Πού χάθηκες;"
"Εδώ μωρέ, στα γύρω γύρω, από 'δω από 'κει, τα ξέρεις τα τρεξίματα."
"Κατάλαβα ναι. Κατά τα άλλα;"

Αυτό το "κατά τα άλλα" που αναφέρθηκε δεν είναι κάτι το απλό, και θέλω να το τονίσω αυτό. Αυτό το κατά τα άλλα κρύβει μια θλίψη και μια ζωϊκή πικρία όπως άλλες λέξεις δεν είδαν ποτέ. Σαν να λες μίλα μου αληθινά και μην πνίγεσαι στις νόρμες πια- άσ' το να πάει.

Δεκαπέντε μήνες είχα να σε δω. Τόσος καιρός δεν είχε ξαναπεράσει, μα για όλα υπάρχει η παρθενική φορά, πάντα υπάρχουν τα χειρότερα, ή μάλλον τα σκοτεινότερα.

Ο εαυτός μου πια είναι μια πυξίδα χαλασμένη, δίχως σκοπούς και προτεραιότητες. Δίχως βορρά και νότο- ή πάνω και κάτω. Μόνο ίσια πια, φλατ. Ξανά και ξανά και ξανά. Ποτέ δεν μου άρεσε να χρησιμοποιώ τριπλή επανάληψη αλλά φορές σαν κι αυτή το βρίσκω απαραίτητο, αν θέλω να ορίζομαι σαν ειλικρινής ομιλητής.

Από την εποχή που ο άνθρωπος επιδόθηκε στη ναυτιλία παρατήρησε πως ο Πολικός αστέρας παρέμενε πάντα πλησίον ενός σημείου στον ουρανό του Βορείου Ημισφαιρίου, και αυτόν χρησιμοποιούσε για πυξίδα του.

Προσπαθώ έντρομος να πείσω τον εαυτό μου ότι υπάρχουν λόγοι για να συνεχίσω να κινούμαι, μα κυριότερα να συνεχίσω να μετακινούμαι και να μην βαλτώνω. Σε καταστάσεις, σε ψυχικές μορφές, σε ανθρώπους, σε πιστεύω. Σε λαθεμένες επιλογές του παρελθόντος αλλά ούτε και σε επετυχημένες.

Ο βάλτος είναι αυτό που με φοβίζει περισσότερο τώρα τελευταία. Αυτός ο άπατος βούρκος που μόνο κάτω μοιάζει να μπορεί να με τραβά. 

"Μα ένα κουρασμένο σώμα, δεν έχει τις απαραίτητες αντοχές για να αντισταθεί, ε;" του λέω χαμογελαστά, τάχα φιλικά.

Μου γνέφει σαν να συμφωνεί, αλλά δεν ξέρω αν το εννοεί. Έχει γίνει ιδιαίτερα δυνατός στη κατασκευή των προσωπείων του.

Ένα σωμά χωρίς ουσία, δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω από μια σκέψη σκονισμένη και ανέγγιχτη. Έναν νου παραγκωνισμένο, σαν να του 'δωσες μια σφαλιάρα και να το έστειλες στον διάβολο χωρίς εισιτήριο επιστροφής.

Προσπαθώ να διαχωρίσω το ποιος είμαι σε κάθε δεδομένη συνθήκη. Έμφαση στο "προσπαθώ". Η άλλοτε ανεπαρκής προσωπικότητα μου, τώρα μοιάζει αρκετή για να διχοτομηθεί, τριχοτομηθεί- και παρακάτω.

Όταν ο Πολικός δεν ήταν ορατός, ο ναυτιλλόμενος χρησιμοποιούσε άλλους αστέρες. Η εφεύρεση της μαγνητικής πυξίδας, προ χιλιάδων ετών ίσως, και στη συνέχεια κατά τον 20ό αιώνα της γυροσκοπικής πυξίδας στα πλοία προσφέρουν σήμερα στον ναυτιλλόμενο μια βασική μέθοδο τήρησης πορείας με επιθυμητή ακρίβεια.

Από πότε η λέξη "επιθυμητή" είναι προσδιορισμός για τον οποίο οφείλω να έχω τη θέληση να παλέψω; Από πότε το "αρκετό" είναι κάτι που θα έπρεπε να με σηκώνει από το κρεβάτι με θέληση και φλόγα; 

Επαναπροσδιορίζω πολλά ίσως και τα περισσότερα, χωρίς να καταλήγω και κάπου ιδιαίτερα, σιγά το νέο. Δεν έχω δύναμη να τελειώσω τίποτα, και δεν είναι ότι βαριέμαι, ή δεν είναι μόνο αυτό. Κυρίως φταίει το ότι μέρα με τη μέρα, απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από το γενικότερο νόημα. Η παιδική μου άγνοια μου επέτρεπε να απορρίπτω αυτή την πλευρά της ζωής. Ή ίσως απλά να μην μπορούσα να την αντιληφθώ.

Προσπαθώ πολύ σκληρά να μην παρατήσω κι αυτό το γραπτό στην μέση, γι' αυτό θα βάλω τελεία.

Ίσως και να κατέληξα κάπου απόψε βέβαια.

Και ίσως ήρθε η ώρα να βάλω στην άκρη την πυξίδα του βολέματος και της ευκολίας, και να αρχίσω να κινούμαι ξανά με βάση τον Πολικό.

Κι ας έχει συννεφιά κάποιες βραδιές.

Πέμπτη, Απριλίου 8

η μορφολογία ενός "είναι" που αλλάζει

Μακάρι να μου γενιόντουσαν περισσότερα φυσικά χαμόγελα, σκαστήκαμε στα φτιαχτά και τα χτισμένα.
Πνίγομαι στο μακάρι μου.
Νιώθω χαμένος στον ωκεανό, σε μια ανέλπιστη προσπάθεια σωτηρίας του χαμένου μου κόσμου.
Μα αντί για νερό, με πνίγουν οι λέξεις μου, ακόμη κι εκείνες οι ανολοκλήρωτες, αυτές που μείναν σκέψεις.
Μακάρι να μπορούσα να καταλάβω. Αλλά από ότι φαίνεται δεν μπορώ. Κουράστηκα να μην μπορώ άγνωστε αδερφέ. Χαμογέλα μου εσύ κι εγώ θα βρω την λύση.

Με περίσσεια σιγουριά. Βρες την μου, τότε. Σε προκαλώ.
Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν ξέρω αν φταίω εγώ ή αυτό.
Δεν ξέρω καν αν εγώ είμαι αυτό- και το αντίθετο.

Πάει καιρός που πληκτρολόγησα κάτι παραπάνω από "ahahhdsauhih" μεθυσμένος.
Η λύση πια μοιάζει να μην θέλει να έρθει.
Δεν προσποιούμαι ότι κάποτε την είχα στα χέρια μου, ζεστή και εύφορη.
Μα σπανιότερα θυμόμουν πόσο κενό είναι το μέσα.
Τα βράδια πλέον φαντάζουν εφιαλτικά.
Τίποτα δεν αρχίζει, τίποτα δεν τελειώνει, και τίποτα ανάμεσα.

Βαρέθηκα να ζητάω πράγματα. Βαρέθηκα να εύχομαι και να απεύχομαι. Σιχάθηκα να θυμάμαι. Κυρίως σιχάθηκα να μην θυμάμαι, όλα αυτά που δεν έζησα- τα χαμένα και ατυχή.
Μπερδεμένα μου τα λες απόψε!
Το ξέρω. Συγγνώμη που σε μπέρδεψα, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Τουλάχιστον έτσι νομίζω.

Η σκέψη μου με κατάπιε. Όπως συνήθως.
Κι εγώ θα κάνω αυτό που ξέρω μοναδικά. Να εθελοτυφλώ μέσα σε μια ανύπαρκτη θολούρα, ενός κεφαλιού που έχει ξεριζωθεί προ πολλού.
Είναι ελλειμματικό- μα είναι πάντα. Τα πάντα.

Χαμογέλα μου μάτια μου, δώστα μου όλα και πάρτα όλα διπλά και τρίδιπλα.
-Ξεμένω.
-Ναι ναι, το ξέρουμε. Κάτι τελευταίο.

Κανένα χέρι δεν σηκώθηκε από μόνο του να χαστουκίσει. Κανένα αυτόβουλο, ξεροκέφαλο, επικριτικό χέρι.
Ξεμένεις. Και είναι εντάξει αυτό.
Ξεμένεις πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζεις. 

Δευτέρα, Νοεμβρίου 30

πνευματικό ξεσκονιστήρι

(έχουν αλλάξει και τα templates του blogger και δυσκολεύομαι ακόμη περισσότερο)

η ζωή περνάει μαμά
περνάει και δεν περνάει δηλαδή, μα
κυρίως περνάει.

δε χαμογελώ συχνά πια,
κλαίω και χαμογελώ δηλαδή, μα
κυρίως δε χαμογελώ.

έχω σιχαθεί τη σάρκα μου,
το απεριποίητο μουστάκι μου που μπαίνει στο ρουθούνι μου
τα λαδωμένα μου μαλλιά- (4 μέρες πέρασαν! ξύπνα!)
τα φαγωμένα- από το άγχος- νύχια μου.

με το σαπούνι δεν φέυγει η ψυχική γλίτσα

το πνευματικό μου ξεσκονιστήρι
το περιμένω καρτερικά κάθε βράδυ
δεν έρχεται σχεδόν ποτέ
έρχεται και δεν έρχεται δηλαδή, μα
κυρίως δεν έρχεται.

και μ'έχει στοιχειώσει αυτή η σκέψη
αυτή, αυτή που λέει
ότι δε θα το κάνω ποτέ εκείνο το ρημάδι το κάτι
αυτό το κάτι που δεν ήξερα καν ότι θέλω να το κάνω,
μα με σιγουριά να μου γνωρίζεται ότι δεν το μπορώ.

ό,τι μα ό,τι και να πω
αντισταθμίζει εξ αρχής τα δεδομένα βαρίδια μου
και διχάζομαι
μα κουράζομαι.

θα ήθελα τα σταυροδρόμια να ήταν ευλογημένα
όχι καταραμένα τα διαολεμένα 
θα ήθελα να είναι ευτυχία,
μα πιο πολύ θυμίζει κακογραμμένη τραγωδία.

προσπαθώ να μην τα σκέφτομαι
τα σκέφτομαι και δε τα σκέφτομαι δηλαδή, μα
κυρίως τα σκέφτομαι.

τα δαχτυλά μου δεν γράφουν πια λέξεις
μόνο τσιγάρα θέλουν να στρίβουν
αλίμονο στον ήρωα
που ξύπνησε σε λάθος ώρα

μουδιάζω και ξεχνώ
έτσι λειτουργώ τώρα τελευταία
και φαίνεται να λειτουργεί

λειτουργεί και δε λειτουργεί δηλαδή, μα
κυρίως λειτουργεί.

Τετάρτη, Μαρτίου 25

μαλάκα, τι θλίψη

κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
έχω χάσει πια το μέτρημα.
η σαπίλα δεν έχει μονάδα μέτρησης, ούτως ή άλλως.
έτσι νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρος.

βγαίνω στο μπαλκόνι στις 2,
μην μυρίζει και το δωμάτιο,
αλλά είναι νωρίς ακόμη για αράγματα και τσιγάρα έξω.
και είναι αφιλόξενη η ατμόσφαιρα, πολύ.

μα βγαίνω, και δε το σκέφτομαι ιδιαίτερα.
έχω να καπνίσω δύο μέρες.
μπορεί και να μη με ένοιαζε υπό άλλες συνθήκες, αλλά,
διάολε, δεν έχω ξαναζητήσει καπνό πιο έντονα.

πόσα παιχνίδια και πόσες ταινίες να αντέξω;
δεν έχω μάθει έτσι.
και το ξέρω ότι για όλους δύσκολο είναι.
μα η επιβεβλημένη μοναξιά φαντάζει ακυβέρνητη.

αυτό το σπίτι το σιχάθηκα
το αγαπάω, δε λέω,
αλλά ξέρω κάθε γωνιά και κάθε σπιθαμή
και δεν μπορώ άλλο.

θέλω να βρω άλλες, καινούριες,
ανεξερεύνητες σπιθαμές.
αραχνιασμένες, ξεχασμένες απ' τον θεό.
με υγρασία στην ατμόσφαιρα, και με κακά κουφώματα.

η ζωή νιώθω ότι με κοιτάζει και μου βγάζει τη γλώσσα
είναι, πάντα, τότε, όταν αρχίζεις να βρίσκεις το βάδισμα σου ξανά
που σου λέει ότι δε θα στο κάνει τόσο εύκολο
πως θα μπορούσε, αλλά απλά επιλέγει να μην.

συντακτικά αποκρουστικό, το ξέρω.
μ' αρέσει να συντονίζω τις μιζέριες μου.
με κάνει να νιώθω πως έχω τον έλεγχο,
με καλύπτει η ψευδαίσθηση, κι ας είναι θλιβερό.

θέλω να κοιτάζω ψηλά
και να γεύομαι τον ήλιο
αλλά μερικές φορές, ρε πούστη μου,
είναι τόσο προσιτό το πάτωμα.

έξω.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 21

απ-ερι-όριστο

καμιά φορά,
απ'αυτές τις φορές,
εκείνες τις καταραμένες,
τις ατέλειωτες και τις ανούσιες,
τις άσκημες,
τις άγριες,
της σκέψης,

θέλω να κάνω μια μικρή εγκεφαλική επανάσταση,
να μαζέψω τα δάκρυα μου στην παλάμη μου,
και να τα φιλήσω.
να τα κοιτάξω και να τα ευχαριστήσω
,ένα-ένα,
για όλα εκείνα τα περίεργα που μ'έχουν μάθει.

και- φιλώντας τα- θα' ρθούνε κι άλλα,
πιο πολλά,
αλλά ποτέ αρκετά, και ποτέ περίσσια.
θα νοσταλγώ τα λίγα,
μα θ' αγαπάω τα πολλά.

κι οι λέξεις βγαίνουν δύσκολα πια.
κι η τοξική ρουτίνα δεν βοηθά.
μια ελπίδα στέκει στον ορίζοντα.
μα στέκεται- δεν περπατά.

θα ήθελα πολύ να φύγω
μα θα ήθελα πολύ περισσότερο να μείνω και να είμαι συμβιβασμένος με αυτό.
ούτε καν χαρούμενος- συμβιβασμένος.
τα 'ριξα τα στάνταρντς μου από παλιά, βλέπεις.

θέλω να ξεριζώσω τα φτερά μου.
βαρέθηκα την ανυπαρξία τους ούτως ή άλλως.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 21

εγωκεντρισμός

μια μέρα θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου και να βρω τον εαυτό μου να κάθεται στον καναπέ
να κάτσω απέναντι του, να του πω τα σάπια νέα της μέρας μου, να πιούμε καφέ ελληνικό και σκέτο
και αφού προσποιηθώ τα δέοντα
θα του μιλήσω με ουσία και βάθος
για τις επιλογές του και τις μαλακίες του
τις αηδίες που έκανε και τον τρόπο που φέρθηκε σε κάποιους ανθρώπους.
θα του χαμογελάσω, σε μια ένδειξη συμφιλίωσης- μα θα έχω κρυμμένο το μαχαίρι πίσω από την πλάτη μου.

μετά
(άμα με πιάσουν οι καλές μου)
θα πω πως ε να μωρέ, δεν πειράζει και έτσι είναι η ζωή και πως άνθρωποι είμαστε, όχι θεοί.
και- παλεύοντας με νύχια και με δόντια- θα τον πείσω
να με εμπιστευτεί και να μου ανοιχτεί
να μου μιλήσει λίγο παραπάνω από όσο θα του επέτρεπε ο εγωισμός του
και το κεφάλι του θα βράζει, μη κατανοώντας το γιατί.

και μετά
θα του μιλήσω για όλα αυτά που έχασε εσκεμμένα
σε μια προσωπική ήττα με το υπερεγώ του
και θα δω το πρόσωπο του να γυρίζει
αποφεύγοντας να με κοιτάξει κατάματα
και τα μάτια του θα παίρνουν το ουρανίσιο γαλανό
και το ασφαλτίσιο γκρίζο
μα όμως ποτέ το χρώμα της αλήθειας του

μπήκε λίγο κατακάθι στο στόμα μου
ίσως και να πρέπει να φύγω τώρα
με αυτή την πίκρα κολλημένη μονίμως στη γλώσσα μου
να μου θυμίζει το σήμερα και κάθε σήμερα

σε έχω ανάγκη
κι ας μη το ξεστομάω
σε έχω ανάγκη
το παραδέχομαι
σε έχω ανάγκη
αλλά ξέρω ότι με έχεις κι εσύ