Παρασκευή, Ιουλίου 13

απντέιτ

Κοιτάζω την τελευταία ημερομηνία και συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει σχεδόν 5 μήνες.
5 μήνες από την τελευταία φορά που έγραψα και δημοσίευσα κάτι, από αυτά τα όμορφα κι ανούσια, τα δικά μου.
5 μήνες που αρνούμαι να γράψω, και παρατείνω την οποιαδήποτε σκέψη από μέρα σε μέρα κι από εβδομάδα σε εβδομάδα.
Για να πω την αλήθεια- στον μελλοντικό μου εαυτό που διαβάζει αυτό το κείμενο- δεν είχα τόσο καιρό να γράψω γενικά.
Απλά οι σκέψεις παραήταν προσωπικές και θλιβερές, οπότε παρέμειναν- πολύ συνειδητά- σε ένα σπιράλ τετράδιο με πολύχρωμο εξώφυλλο και ασπρόμαυρες σκέψεις.
Αυτή η αιώνια διπολικότητα.

Είναι- σχεδόν- θλιβερό.
Πάντα απέφευγα τον εαυτό μου, αλλά- πλέον- έχω εκτροχιαστεί.
Έχω φτάσει στο σημείο να αδυνατώ να μείνω μόνος μου στο δωμάτιο, να νιώθω μια συνεχή, διακαή ανάγκη να βγαίνω έξω και να βρίσκομαι ανάμεσα σε πλήθη, άγνωστα ή γνώστα.
Κόσμος, γέλια, φωνές, μέχρις ότου να με πιάσει μια κρίση πανικού και- προσωρινά- να επανέλθω.
Την τελευταία φορά που πάτησα αυτά τα πλήκτρα, πιθανότατα ήταν μια μέρα μετά από σχολή και δουλειά, μέσα στο σκατοχείμωνο με ένα ενδεχόμενο φλυτζάνι καφέ να ακουμπάει επαναλαμβανόμενα στα χείλη μου.
Τώρα ξημερώνει η τελευταία μέρα εξεταστικής και η ανατολή ενός κάποιου καλοκαιριόυ- επιτέλους!
Συνεχίζουν και μου λείπουν πράγματα, συνεχίζουν και με γεμίζουν άλλα.

Δεν έχω ξαναλείψει τόσο καιρό- από όσο μπορώ να θυμηθώ.
Παρόλα αυτά το ποστ θα το ονομάσω απντέιτ και όχι καμπάκ.
Δεν μπορώ να κατασταλάξω πουθενά, πόσο μάλλον να υποσχεθώ στον εαυτό μου ότι θα γράφω περισσότερο χρησιμοποιώντας μια πλουμιστή λέξη: "απντέιτ".
Λες και μου ορίζει κανείς, γαμώτο, τι θα κάνω.
Λες και άμα γράψω καμπάκ αντί για απντέιτ θα αλλάξει τίποτα.
Λες και οτιδήποτε έχει σημασία.

Τέλος πάντων, θα ήθελα πολύ την επόμενη φορά που θα μοιραστώ κάτι να μην χιονίζει και να μην έχω στολισμένο δέντρο, αλλά η ανευθυνότητα μου με ξεπερνάει, οπότε θα προσπαθήσω- τουλάχιστον- να είμαι χαρούμενος όταν θα τραγουδάω τα κάλαντα.

Out.