Πέμπτη, Απριλίου 8

η μορφολογία ενός "είναι" που αλλάζει

Μακάρι να μου γενιόντουσαν περισσότερα φυσικά χαμόγελα, σκαστήκαμε στα φτιαχτά και τα χτισμένα.
Πνίγομαι στο μακάρι μου.
Νιώθω χαμένος στον ωκεανό, σε μια ανέλπιστη προσπάθεια σωτηρίας του χαμένου μου κόσμου.
Μα αντί για νερό, με πνίγουν οι λέξεις μου, ακόμη κι εκείνες οι ανολοκλήρωτες, αυτές που μείναν σκέψεις.
Μακάρι να μπορούσα να καταλάβω. Αλλά από ότι φαίνεται δεν μπορώ. Κουράστηκα να μην μπορώ άγνωστε αδερφέ. Χαμογέλα μου εσύ κι εγώ θα βρω την λύση.

Με περίσσεια σιγουριά. Βρες την μου, τότε. Σε προκαλώ.
Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Δεν ξέρω αν φταίω εγώ ή αυτό.
Δεν ξέρω καν αν εγώ είμαι αυτό- και το αντίθετο.

Πάει καιρός που πληκτρολόγησα κάτι παραπάνω από "ahahhdsauhih" μεθυσμένος.
Η λύση πια μοιάζει να μην θέλει να έρθει.
Δεν προσποιούμαι ότι κάποτε την είχα στα χέρια μου, ζεστή και εύφορη.
Μα σπανιότερα θυμόμουν πόσο κενό είναι το μέσα.
Τα βράδια πλέον φαντάζουν εφιαλτικά.
Τίποτα δεν αρχίζει, τίποτα δεν τελειώνει, και τίποτα ανάμεσα.

Βαρέθηκα να ζητάω πράγματα. Βαρέθηκα να εύχομαι και να απεύχομαι. Σιχάθηκα να θυμάμαι. Κυρίως σιχάθηκα να μην θυμάμαι, όλα αυτά που δεν έζησα- τα χαμένα και ατυχή.
Μπερδεμένα μου τα λες απόψε!
Το ξέρω. Συγγνώμη που σε μπέρδεψα, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Τουλάχιστον έτσι νομίζω.

Η σκέψη μου με κατάπιε. Όπως συνήθως.
Κι εγώ θα κάνω αυτό που ξέρω μοναδικά. Να εθελοτυφλώ μέσα σε μια ανύπαρκτη θολούρα, ενός κεφαλιού που έχει ξεριζωθεί προ πολλού.
Είναι ελλειμματικό- μα είναι πάντα. Τα πάντα.

Χαμογέλα μου μάτια μου, δώστα μου όλα και πάρτα όλα διπλά και τρίδιπλα.
-Ξεμένω.
-Ναι ναι, το ξέρουμε. Κάτι τελευταίο.

Κανένα χέρι δεν σηκώθηκε από μόνο του να χαστουκίσει. Κανένα αυτόβουλο, ξεροκέφαλο, επικριτικό χέρι.
Ξεμένεις. Και είναι εντάξει αυτό.
Ξεμένεις πολύ πιο σύντομα από όσο νομίζεις.