Τετάρτη, Μαρτίου 25

μαλάκα, τι θλίψη

κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
έχω χάσει πια το μέτρημα.
η σαπίλα δεν έχει μονάδα μέτρησης, ούτως ή άλλως.
έτσι νομίζω, αλλά δεν είμαι και σίγουρος.

βγαίνω στο μπαλκόνι στις 2,
μην μυρίζει και το δωμάτιο,
αλλά είναι νωρίς ακόμη για αράγματα και τσιγάρα έξω.
και είναι αφιλόξενη η ατμόσφαιρα, πολύ.

μα βγαίνω, και δε το σκέφτομαι ιδιαίτερα.
έχω να καπνίσω δύο μέρες.
μπορεί και να μη με ένοιαζε υπό άλλες συνθήκες, αλλά,
διάολε, δεν έχω ξαναζητήσει καπνό πιο έντονα.

πόσα παιχνίδια και πόσες ταινίες να αντέξω;
δεν έχω μάθει έτσι.
και το ξέρω ότι για όλους δύσκολο είναι.
μα η επιβεβλημένη μοναξιά φαντάζει ακυβέρνητη.

αυτό το σπίτι το σιχάθηκα
το αγαπάω, δε λέω,
αλλά ξέρω κάθε γωνιά και κάθε σπιθαμή
και δεν μπορώ άλλο.

θέλω να βρω άλλες, καινούριες,
ανεξερεύνητες σπιθαμές.
αραχνιασμένες, ξεχασμένες απ' τον θεό.
με υγρασία στην ατμόσφαιρα, και με κακά κουφώματα.

η ζωή νιώθω ότι με κοιτάζει και μου βγάζει τη γλώσσα
είναι, πάντα, τότε, όταν αρχίζεις να βρίσκεις το βάδισμα σου ξανά
που σου λέει ότι δε θα στο κάνει τόσο εύκολο
πως θα μπορούσε, αλλά απλά επιλέγει να μην.

συντακτικά αποκρουστικό, το ξέρω.
μ' αρέσει να συντονίζω τις μιζέριες μου.
με κάνει να νιώθω πως έχω τον έλεγχο,
με καλύπτει η ψευδαίσθηση, κι ας είναι θλιβερό.

θέλω να κοιτάζω ψηλά
και να γεύομαι τον ήλιο
αλλά μερικές φορές, ρε πούστη μου,
είναι τόσο προσιτό το πάτωμα.

έξω.