Το παρελθοντικό μου εγώ με κοιτάζει ειλικρινά απορημένο.
-"Πώς;" ξεστομά θλιμμένο.
-"Τι πώς;"
-"Πώς μπορείς και το κάνεις αυτό; Πώς καταφέρνεις
και δεν σε νοιάζει τίποτα;"
Χαμογελάω, κάπως στενάχωρα, καθώς τρίβω το κεφάλι του μικρού αγοριού.
-"Από κάποια στιγμή και μετά, παύουν να σε νοιάζουν και να
σε επηρεάζουν με οποιοδήποτε τρόπο όλα αυτά."
-"Μου φαίνεται απίθανο."
Ανασηκώνει τους υπερβολικά αδύνατους ώμους του και κάνει, πιο εμφανές, το ήδη αντιληπτό γεγονός ότι δεν με πιστεύει.
Κρατάμε τα πάντα μέσα μας, γιατί ποτέ δεν θέλαμε να ενοχλήσουμε τον διπλανό μας. Φοβηθήκαμε την απόρριψη, ακόμη κι από τους ίδιους τους "ανθρώπους μας" (!)
Ξεφυσάμε καπνό και απόγνωση. Καταπίνουμε αλκοόλ και τύψεις.
Τύψεις για τον εαυτό μας, για την ταυτότητα μας και για αυτό που είμαστε. Ή και ίσως για όλα εκείνα που δεν είμαστε, ώστε να χωράμε στα κουτάκια της κοινωνίας και να προσαρμοζόμαστε σε κάθε στεγανό και καταστροφικό (για πολλούς λόγους) στερεότυπο. Πάντα το ίδιο πρόβλημα.
Μα δεν ταιριάζω εδώ εγώ. Ειλικρινά, δεν βρίσκω καθόλου ενδιαφέρον αυτό που μου δείχνεις και, αλήθεια!, δεν θέλω να ασχοληθώ με αυτό που υποτίθεται πως πρέπει.